Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

H ελπίδα για το μέλλον μας είναι η ελληνικότητά μας

Ζούμε την εποχή της απόλυτης παρακμής στη χώρα μας.Όλοι το αισθάνονται κι όλοι το βιώνουν εκτός από μια κλειστή ομάδα που προσπαθεί και συνεχίζει να αλλάξει το DNA της ψυχοσύνθεσης αυτού του λαού.

Εν μέρει το έχουν καταφέρει κι έχουν εκμαυλίσει την ελληνική κοινωνία όμως δεν έχουν καταφέρει να αλλοιώσουν ακόμα το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αυτού του λαού που είναι η γλώσσα του και ο πολιτισμός του.Κι αν οι φελλοί ακόμα επιπλέουν αυτός ο πλούτος δεν θα χαθεί και θα έρθει η ώρα που θα τους πνίξει.Γιατί αυτός ο λαός άντεξε σε δυσκολότερες καταστάσεις.Δεν απεθνικοποιήθηκε, δεν έχασε τον πλούτο του παρά την πενία του.
Απολαύστε κι ακούστε τον καθαρό ελληνικό λόγο του Οδυσσέα Ελύτη και να αισιοδοξείτε …. όσο διατηρείτε την ελληνικότητά σας.

«…Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή για την Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τις ρίζες της, αφού δεν μπορεί να υπάρξει σαν αυτόνομη μονάδα, χωρίς κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο. Αλλά και για την Ελλάδα η στιγμή, να αποφασίσει αν θα μείνει απομονωμένη στις δικές της αξίες ή θα ενταχτεί σε ένα ευρύτερο σύνολο με οφέλη πρακτικής φύσεως αναμφισβήτητα, αλλά και με τον κίνδυνο να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της.
Απ’ αυτή την άποψη, το ομολογώ, είμαι απομονωτικός. Μια ζωήν ολόκληρη αγωνίστηκα για αυτό που λέμε Ελληνικότητα και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα. Είτε στην κλίμακα τη μεγάλη, είτε στην ταπεινή. Θέλω να πω, είτε σ’ ένα Παρθενώνα, είτε σ’ ένα λιθάρι. Το παν είναι η ευγένεια, η ποιότητα, σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα που χαρακτηρίζουν τη Δύση.

Γιατί, εκεί βρίσκεται η διαφορά. Οι Ευρωπαίοι, αντλήσανε από τις Ελληνικές αξίες για να φτάσουν στην Αναγέννηση. Αλλά, η Αναγέννηση η δική τους είναι κάτι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει εμείς, εάν δεν μας σταματούσε η τουρκοκρατία. Το βλέπουμε αυτό στην ταπεινή κλίμακα, τη μόνη άλλωστε όπου μπορούσαμε ακόμα να
εκδηλωνόμαστε. Από την άποψη ότι, μια εσωτερική αυλή νησιώτικου σπιτιού, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ή ένας περίβολος μοναστηριού, είναι, σαν αντίληψη εννοώ, πολύ πιο κοντά στο πνεύμα που έκανε τους Παρθενώνες και τις Θεομήτορες, παρά όλες οι κολόνες κι οι μετώπες των ευρωπαϊκών ανακτόρων. Που σημαίνει ότι, αν συνέχισε κάποιος την αισθαντικότητα την ελληνική και τη διατήρησε, είναι αποκλειστικά ο λαϊκός μας πολιτισμός. Μόνον που και αυτός στις ημέρες μας κινδυνεύει.

Οι αστοί στην πλειοψηφία τους, βέβαια υπήρξαν και εξαιρέσεις, μιμήθηκαν τους ευρωπαίους. Δηλαδή την παραποιημένη αίσθηση της Ελληνικότητας και στη συνέχεια οι ανερχόμενοι από το λαό μιμήθηκαν τους αστούς. Έτσι φτάσαμε σ’ ένα σημείο που αναρωτιέται κανείς σε τι πια μπορεί να ωφελεί η απομόνωση, τι πάει να προστατέψει. Και με κίνδυνο να φανώ αντιφατικός, οδηγούμαι στο άλλο άκρο: Λέω μήπως είναι σωφρονέστερον να μην αντιταχτούμε στο ρου της ιστορίας. Μήπως μια διαφορετική στρατηγική θα μας βοηθούσε να διακριθούμε από έναν άλλο δρόμο.

Ο ελληνισμός, έδειξε ανέκαθεν μια καταπληκτική ικανότητα να αφομοιώνει, να προσαρμόζεται και να δραστηριοποιείται μέσα στα ξένα σύνολα. Έχουμε μια πλειάδα ελλήνων που διακρίθηκαν την εποχή της διασποράς στα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού και στην Ευρώπη και στην Ανατολή. Και πότε αυτά; Την εποχή που η Ευρώπη ήταν στην ακμή της και τα κράτη ήταν ισχυρά και σκληρά. Πόσο μάλλον σήμερα, που όπως και να το κάνουμε, είναι γηρασμένα, είναι εξασθενημένα και θα έλεγα ότι έχουμε ανάγκη από το σφρίγος νεοτέρων αιώνων. Αυτό με κάνει λοιπόν, να κατασιγάζω μέσα μου τον αισθηματία Έλληνα που κρύβω και να σκέπτομαι ότι ίσως είναι πιο σωστό, να μη φοβηθούμε τη σύγκριση και την άμιλλα, αλλά να προχωρήσουμε φυσικά πάντοτε με την προοπτική να διακριθούμε στην ποιότητα, που σημαίνει στο πνεύμα. Γι’ αυτό επιμένω πολύ στο θέμα της Παιδείας. Χρειαζόμαστε Παιδεία σοβαρή, βαθιά, όχι αυτή την τεχνική που συχνάζει στις ημέρες μας, γιατί μόνο μ’ αυτή θα μπορέσουμε και να διακριθούμε και να πορευτούμε σ’ ένα καινούργιο δρόμο αλλά και να διατηρήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας μας…»